- ίνδιξ
- ἴνδιξ και ἴνδηξ (Μ)βλ. ίντεξ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ίντεξ — (Ιndex). Ο επίσημος κατάλογος απαγορευμένων βιβλίων (index librorum prohibitorum) της Καθολικής Εκκλησίας, όπως αναφέρεται διεθνώς. Εκτός από ορισμένες περιπτώσεις, η Καθολική Εκκλησία απαγορεύει στους πιστούς της να κατέχουν ή να διαβάζουν τα… … Dictionary of Greek